H Μέδουσα κολυμπάει παντού

Καλώς ήρθατε! H Μέδουσα κολυμπάει και στο Facebook: Join

Η Ελλάδα αλλάζει και δε βουλιάζει.

Άκουσα ήδη από το πρωί αρκετές φορές από κυβερνητικά στελέχη, -και δεν έχει καν πάει ακόμα μεσημέρι, δηλαδή τι με περιμένει ως το βράδυ- ότι ο Έλληνας δεν έχει αλλάξει, ότι ίδιοι είμαστε, ίδιοι μένουμε και ίδιοι θα πεθάνουμε. Αυτό τους συμφέρει να λένε, να ελπίζουν, να μας πείσουν. Η αλήθεια είναι ότι γράφω αυτές τις γραμμές εκνευρισμένη, μου έχει ανέβει όλο το αίμα στο κεφάλι για την ακρίβεια, διότι συνοδεύεται η βεβαιότητα των στελεχών, συμβούλων, γραφιάδων, φαρισαίων από την καταφανώς ψευδή δήλωση «έχω κατέβει στο Σύνταγμα και ξέρω».
Φυσικά δεν έχουν κατέβει στο Σύνταγμα, αφού σε όποιον γνωρίζει ελάχιστα τι γίνεται εντός του κόμματος της συμπολίτευσης έχει φτάσει στα αυτιά η πολύ αυστηρή γραμμή «μην σας πάρει κανένα μάτι στην πλατεία, θα σας κόψουμε τον κώλο». Ίσως μάλιστα διατυπωμένη με αυτές ακριβώς τις λέξεις, γιατί πάνω στον πανικό έχουν χάσει και το τακτ τους. Δεν είναι όμως εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα είναι οι σοφές, και μόνες μάλλον, κουβέντες του Παπανδρέου: «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» οι οποίες έμελλε να είναι το πεπρωμένο του.
Όταν ο πρωθυπουργός (το γράφω και μου έρχονται γέλια), έλεγε αυτές τις λέξεις, μιλούσε την αλήθεια, πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα του. Δεν είχε όμως υπολογίσει ότι μπορούσε να συμβεί αυτό που συμβαίνει- κάποιοι αλλάζουν και κάποιοι βουλιάζουν.
Αλλάζει ο Έλληνας, ο μεσαίος χώρος, ο απλός πολίτης, ο μέσος άνθρωπος, αυτός που τόσο καιρό χορεύατε σάμπα και ρούμπα στις πλάτες του και τώρα έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος του πολιτικού συστήματος ολάκερου. Ναι, αυτός που υποτιμητικά μετρούσατε την άποψη του στις δημοσκοπήσεις και με περισπούδαστο ύφος τον ονομάζατε μια αναποφάσιστο, μια απέχοντα, σχεδόν απροσάρμοστο και παρανοϊκό. Αυτός αλλάζει.
Επειδή είμαι επιστήμονας, αν και εν εξάλλω καταστάση, θα φέρω αποδείξεις. Εχθές στο Σύνταγμα έγινε το πρωτοφανές: οι διαδηλωτές, ουχί η αστυνομία να διώχνει, να κυνηγά, να απομακρύνει με τέτοια ένταση και αποτελεσματικότητα τους κουκουλοφόρους που η κυβερνητική προπαγάνδα απέτυχε παταγωδώς να τους εξισώσει με το σύνολο της πορείας, μάλιστα αναγκάστηκαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ να δουν επιτέλους τους δεσμούς τους με την αστυνομία ενώ επί έτη πολλά κώφευαν.
Έγινε το αδιανόητο: έχοντας αποτύχει σε όλα τα άλλα κόλπα και μέσα, οι κουκουλοφόροι εν τέλει να στραφούν εναντίον των διαδηλωτών με καδρόνια και να μάχονται σώμα με σώμα με εκείνους στα τηλεοπτικά πλάνα και όχι την αστυνομία, η οποία δεν ήταν καν μόνο παρατηρητής αλλά και συνένοχος, αφού τους έσπρωχνε στον κύριο όγκο της πορείας.
Έγινε το απρόσμενο: μια αλυσίδα ανθρώπων, πάνω από 70, να ενώσουν τα χέρια τους ώστε με μπουκαλάκια πλαστικά να πλύνουν τα μάρμαρα από τα ανελέητα χημικά για να καθαρίσουν το Σύνταγμα, να γίνει η πλατεία αυτό που της πρέπει να είναι, δημόσιος χώρος συζήτησης και όχι γήπεδο ποδοσφαίρου.
Έγινε το υπέροχο: πάνω από 10.000 Αθηναίοι, ίδιοι ή άλλοι, επέστρεψαν το βράδυ, σιωπηλοί αυτή τη φορά μπροστά στη βουλή, γιατί μάλλον ούτε τις μούντζες τους δεν αξίζει πλέον το πολιτικό σκηνικό της χώρας, αλλά με γιορτές και τραγούδια μπροστά στο σιντριβάνι. Δεν τους σταμάτησε ο τηλεοπτικός πόλεμος, δεν τους εμπόδισε η τοξική ατμόσφαιρα που έκαιγε τα σωθικά μέχρι αργά το βράδυ, δεν τους φόβισαν τα κρυμμένα πρόσωπα του κράτους και του παρακράτους. Γιατί, ναι ρε γαμώτο, κάτι νέο γεννιέται και δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό και πού θα μας βγάλει, αλλά είναι άλλο, και είναι καλύτερο επειδή περιλαμβάνει προσωπική θυσία και όχι κριτική εκ του ασφαλούς, αλληλεγγύη, μαζική συνεισφορά και διάλογο.
Ωστόσο κι αν ο Έλληνας πολίτης αλλάζει, δεν αλλάζει προς το παρόν ο Έλληνας πολιτευτής. Θα φέρω και πάλι αποδείξεις, έτσι για να ευθυμήσουμε: το μεσημέρι ο πρωθυπουργός διά στόματος κυβερνητικού εκπροσώπου παραιτείτο, αργότερα το απόγευμα σχηματιζόταν κυβέρνηση συνεργασίας με ΝΔ και έπεφταν στοιχήματα για την πρωθυπουργία και το βράδυ τελικά αποφάσισε ανασχηματισμό και ψήφο εμπιστοσύνης. Δηλαδή για να το θέσω εντελώς επιστημονικά: ό,τι να ναι. Μαζί με όλο αυτό το μπάχαλο, ας προστεθεί ότι οι νυν (δηλαδή οι τώρα τέως) υπουργοί και βουλευτές ιδέα δεν είχαν τι γίνεται ή τι θα γίνει και παραθέριζαν στα παράθυρα καναλιών αραδιάζοντας λέξεις που λίγο αργότερα και ακόμα μία φορά θα αποδεικνύονταν αρλούμπες.
Συνεπώς, αγαπημένοι φίλοι, κάποιοι αλλάζουν και κάποιοι βουλιάζουν. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι ένα: ποιος είναι η Ελλάδα; Η απάντηση είναι εύκολη και δε φοβάμαι. Απλώς, «έρχεται η στιγμή για να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Πέρασαν για πάντα οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες, οι κραυγές, γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών. Όμορφη είναι αυτή η στιγμή, να το ξαναπώ, όμορφη να σας μιλήσω. Βλέπω πυρκαγιές πάνω από λιμάνια, πάνω από σταθμός και είμαι μαζί σας

Σύνταγμα 1.

Όταν το Σύνταγμα πλημμύρισε από πολίτες την Τετάρτη 25 Μαΐου 2011, οι ελίτ της Ελλάδας πιάστηκαν εξαπίνης. Όχι μόνο ο πολιτικός κόσμος αλλά εξίσου οι δημοσιογράφοι, οι επιχειρηματίες και βάσιμα θεωρώ η ανώτερη δικαστική εξουσία. Είχε γίνει βέβαια μια προσπάθεια παραπληροφόρησης του κοινού (π.χ. δημοσιεύματα στον τύπο για αναβολή της συγκέντρωσης), ένας μικρός διαδικτυακός πόλεμος (π.χ. επαναλαμβανόμενη απενεργοποίηση της επίσημης ιστοσελίδας των διοργανωτών) αλλά επί της ουσίας καμία συντονισμένη, συνολική προσπάθεια ματαίωσης. Ο λόγος ήταν απλός. Δεν το περίμεναν.
Για τον ίδιο λόγο οι αντιδράσεις των πρώτων ημερών από όλα τα μέσα και κόμματα ήταν μουδιασμένες. Υπήρχε βέβαια σαν πρόβλημα αλλά στρουθοκαμηλικά σκεπτόμενοι οι περισσότεροι φορείς δημόσιου λόγου επέλεξαν την τακτική του άλλα λόγια να αγαπιόμαστε ευελπιστώντας μύχια ότι οι αναπαυτικά καθισμένοι μέχρι πρότινος Έλληνες δεν θα άντεχαν για πολύ τις κακουχίες του άβολου μαρμάρου. Ακόμα μία φορά διαψεύστηκαν, οι άνθρωποι στις πλατείες επιμένουν, η συμμετοχή αυξάνεται, το πανευρωπαϊκό κάλεσμα της Κυριακής 29 Μαΐου ενεργοποίησε στην Αθήνα μόνο, γύρω στους 100.000 πολίτες, οδηγώντας μοιραία στην προσπάθεια απαξίωσης και συκοφάντησης του κινήματος.
Από την αρχή έως τώρα οι ελίτ της χώρας αποτυγχάνουν να προβλέψουν, να κατανοήσουν, να αναλύσουν το νεογέννητο κίνημα. Διότι πρόκειται περί κινήματος άνευ αμφιβολίας, με όλες τις αδυναμίες και τα κενά, που του κατονομάζουν, ακόμα. Συμβαίνει αυτό γιατί βρίσκονται εκτός κοινωνικού πλαισίου. Κατόρθωσαν οι ιθύνοντες νόες να αποξενωθούν τόσο από την καθημερινότητα και την κοινωνία ώστε η πρώτη συλλογική ειρηνική κίνηση που σχηματίζεται στις πλατείες της χώρας με γεωμετρική ανάπτυξη να εντυπώνεται στην ατζέντα τους μόνο ως απειλή.
Παρά την αποτυχία αυτών που θα έπρεπε να δουν μέσα και πέρα από το Σύνταγμα για να λάβουν το μήνυμα, οι πλατείες βρίθουν πολιτικών σημαινόντων. Μερικές φορές μάλιστα πρόδηλων. Κατά τη γνώμη μου το ουσιαστικότερο εξ’ αυτών προς το παρόν είναι η έννοια της εμπιστοσύνης.  
Ο Έλληνας πολίτης προ πολλού ήταν ιδιώτης, αμπαρωμένος στο μικροσυμφέρον του, μαντρωμένος στην κομματική γραμμή που τον εξυπηρετούσε καλύτερα. Συμμετείχε κατ’ ελάχιστον και αντιλαμβανόταν το κράτος και τους φορείς κρατικής εξουσίας μόνο ως εχθρούς του. Είτε διότι με τη συνεχή συρρίκνωση του κρατικού μηχανισμού βρίσκεται ολοένα ακάλυπτος σε δεινά που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνος, είτε γιατί νιώθει ότι πετάει λεφτά σε ένα κουβά χωρίς πάτο. Αμφότερα τα επιχειρήματα σωστά και κοινό το αποτέλεσμα: η διάσπαση της όποιας εμπιστοσύνης είχε απομείνει στις συνειδήσεις.
Η πλατεία Συντάγματος, και σίγουρα όλες οι πλατείες- φυτώρια της χώρας, αυτή τη στιγμή διατυπώνουν πρώτα και κύρια την ερώτηση των δεσμών. Οι ιδιώτες συμμετέχοντας καλούνται να συνάψουν μεταξύ τους και πάλι δεσμούς πολιτείας. Όχι μόνο να ακούσουν και να μιλήσουν ο ένας στον άλλον αλλά να στηριχτούν και να στηρίξουν τη συλλογικότητα. Δεν είναι τυχαίο πόσες ώρες αναλώθηκαν σε συζητήσεις για την αντιμετώπιση των δημοσιογράφων οι περισσότερες εκ των οποίων κατέληγαν σε φοβικά συμπεράσματα απέναντι τους αδιακρίτως. Έχει διαταραχθεί στην ελληνική κοινωνία το πρόσημο αλληλ-. Αλληλεγγύη, αλληλεξάρτηση, αλληλοσεβασμός. Όχι μόνο δεν εμπιστευόμαστε τα μέσα ενημέρωσης, τους πολιτικούς, τους κεφαλαιούχους, τη δικαιοσύνη, δεν εμπιστευόμαστε καν ο ένας τον άλλον. Η πλατεία καλείται να θεραπεύσει αυτή την ανοιχτή πληγή. Όπως κάθε τραύμα για να επουλωθεί, η διαδικασία θα είναι χρονοβόρα, επώδυνη, θα χρειαστεί φροντίδα και υπομονή. Αν όμως οι πλατείες κατορθώσουν να φτάσουν εκεί, δε θα έχουμε πλέον το πρώτο πολιτικό ζητούμενο, θα έχουμε το πρώτο πολιτικό κεκτημένο. 
Η δικτατορία όταν καταβαραθρώθηκε άφησε πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς στην Ελληνική κοινωνία. Ένας εκ των οποίων ήταν η αίσθηση ότι δεν είμαστε όλοι το ίδιο, κάποιοι ήταν στη γενιά του Πολυτεχνείου και κάποιοι ήταν οι άλλοι. Έτσι λοιπόν ο μέσος Έλληνας βρέθηκε να καταθέτει περγαμηνές για το αν ήταν μέσα ή έξω, στον προαύλιο χώρο ή το κτίριο του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Εύχομαι επ’ αυτού του θέματος η πλατεία να λειτουργήσει ανάποδα, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών της πολιτείας, να μην είμαστε πια ιδιώτες και να δημιουργήσουμε θεσμούς στηριγμένους σε συλλογικότητες και όχι συμφέροντα.

Adopt a Stray.gr!